επίπλευση — Μέθοδος αποχωρισμού των ορυκτών από τις προσμείξεις που τα συνοδεύουν. Η τεχνική αυτή βασίζεται στη διαφορά διαβροχής μεταξύ της επιφάνειας των ορυκτών και των προσμείξεων, ενώ εκμεταλλεύεται τη δυνατότητα του υλικού που δεν έχει διαβρεχτεί να… … Dictionary of Greek
ἐπιπλεύσῃ — ἐπιπλεύσηι , ἐπίπλευσις sailing against fem dat sg (epic) ἐπιπλέω sail upon pres part act fem dat sg (epic ionic) ἐπιπλέω sail upon aor subj mid 2nd sg ἐπιπλέω sail upon aor subj act 3rd sg ἐπιπλέω sail upon fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εμπλουτισμός — Σειρά ενεργειών οι οποίες ασκούνται σε ένα μείγμα για να αυξηθεί το επί τοις % ποσό της χρήσιμης ουσίας, με σκοπό να γίνει δυνατή η εξαγωγή της με τις πιο απλές και οικονομικές μεθόδους. Οι πιο αξιοσημείωτοι ε. είναι οι σχετικοί με τα ορυκτά, που … Dictionary of Greek
μετάλλευμα — Ορυκτό που συνήθως περιέχει διάφορα μέταλλα σε αρκετή ποσότητα, ώστε να παρουσιάζει βιομηχανικό ενδιαφέρον. Η χρήση των μ. από τη βιομηχανία προϋποθέτει την κατάλληλη κατεργασία (φυσική, χημική ή θερμική). Τα μέταλλα που συγκροτούν τα μ.… … Dictionary of Greek
γάλα — Υγρό που εκκρίνεται από τους μαστικούς αδένες των θηλαστικών. Το γ. είναι ένα γαλάκτωμα, δηλαδή νερό με λεπτότατα λιποσφαίρια που περιέχει, εκτός από το λίπος, πρωτεΐνες, υδατάνθρακες, ένζυμα, άλατα και βιταμίνες. Όλα τα συστατικά αυτά φέρονται… … Dictionary of Greek
επιπολασμός — ἐπιπολασμός, ὁ (AM) [επιπολάζω] επίπλευση*, επιπόλαση, παραμονή στη επιφάνεια αρχ. 1. τάση για ναυτία, αναγούλα 2. μτφ. προπέτεια, αλαζονεία … Dictionary of Greek
ηλεκτρεπίπλευση — η (χημ. τεχνολ.) τεχνική επιπλεύσεως που αποσκοπεί στη συμπύκνωση και στον διαχωρισμό τών συστατικών τα οποία περιέχονται σε μεταλλευτικές λάσπες. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. electroflottation < electro (πρβλ. ήλεκτρο *)… … Dictionary of Greek
νηκτικός — ή, ό (Α νηκτικός, ή, όν) [νήκτης] 1. αυτός που μπορεί να κολυμπά ή ο ικανός και επιδέξιος στην κολύμβηση 2. αυτός που είναι χρήσιμος στην κολύμβηση, αυτός που υποβοηθεί ή συντελεί στην κολύμβηση νεοελλ. 1. φρ. α) «νηκτική κύστη» ζωολ. γεμάτη… … Dictionary of Greek